ξενυστάζω

ξενυστάζω
αμετ. прогонять сон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξενυστάζω" в других словарях:

  • ξενυστάζω — παύω να νυστάζω, απαλλάσσομαι από την υπνηλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + νυστάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξενύσταγμα — το [ξενυστάζω] απαλλαγή από τη νύστα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»